Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Οι πρόδρομοι του Ιωάννη του Προδρόμου

Αν θα ήθελε να περιγράψει κανείς με μία μόνον πρόταση την προσωπικότητα και τη δράση του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, δεν θα μπορούσε ίσως να βρει πιο χαρακτηριστική από αυτήν με την οποία τον περιγράφει το απολυτίκιο της γιορτής του:
ανεδείχθεις γαρ όντως και προφητών σεβασμιώτερος•

ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τον κηρυττόμενον.

Και πραγματικά, είναι ο προφήτης εκείνος ο οποίος όχι μόνον κήρυξε τον ερχομό του Μεσσία, αλλά αξιώθηκε κιόλας να δει την πραγματοποίηση των εξαγγελιών του. Έτσι, δεν θα ήταν υπερβολή, αν υποστήριζε κανείς ότι στο πρόσωπο του Ιωάννη του Βαπτιστή συνοψίζεται το κήρυγμα όλων των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης.

Αν, λοιπόν, επιχειρούσε κανείς να κατατάξει τον βαπτιστή Ιωάννη σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο της Ιστορίας θα αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες, καθώς ο Πρόδρομος (αυτός, δηλαδή, που προετοίμασε με το κήρυγμά του τον δρόμο για τον ερχομό του Χριστού) βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο κόσμων• με αυτόν κλείνει η εποχή της Παλαιάς Διαθήκης και ανοίγει η εποχή της Καινής. Στο τελευταίο κεφάλαιο του τελευταίου από τα Προφητικά Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, στο βιβλίο του προφήτη Μαλαχία, ο Θεός απαντά σε όσους με ανυπομονησία ρωτούν: «Που είναι ο Θεός που φροντίζει για το δίκαιο;», με την εξής διαβεβαίωση:

«Δείτε! Στέλνω τον αγγελιοφόρο μου για να προετοιμάσει τον δρόμο μου• και τότε ο Κύριος τον οποίο περιμένετε, ο αγγελιοφόρος της διαθήκης τον οποίο προσδοκάτε, θα εμφανιστεί ξαφνικά στον ναό του• ήδη έρχεται», λέει ο παντοκράτορας Κύριος(1).

Και το πρώτο κεφάλαιο του χρονικά πρώτου από τα Ευαγγέλια, του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, αρχίζει παραθέτοντας αυτήν ακριβώς τη διαβεβαίωση του Θεού, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι αναφέρεται στον Βαπτιστή Ιωάννη (Μαρ 1:2,4).

Αυτό όμως που κάνει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ξεχωριστό δεν είναι ούτε ο ασκητικός τρόπος της ζωής του ούτε η οξύτητα του κηρύγματός του ούτε το προφητικό του χάρισμα ούτε ακόμη ο μαρτυρικός του θάνατος. Ασκητές σαν αυτόν, κάποιοι μάλιστα και αυστηρότεροι ίσως από αυτόν, εμφανίστηκαν χιλιάδες στην Ιστορία• ιεροκήρυκες ανυποχώρητοι στον έλεγχο της ανηθικότητας υπήρξαν επίσης πάρα πολλοί• προφήτες που δεν δίστασαν να στέψουν προς κάθε κατεύθυνση την κριτική τους για αθέτηση του θείου θελήματος, προτρέποντας άρχοντες και λαό σε μετάνοια και εξαγγέλλοντας τον ερχομό του Μεσσία, γεμίζουν τις σελίδες της Αγίας Γραφής• μάρτυρες που αψήφησαν τις φυλακίσεις και τα μαρτύρια και προτίμησαν να πεθάνουν παρά να αρνηθούν την πίστη τους γνώρισε επίσης χιλιάδες η ανθρωπότητα. Αλλά ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος υπήρξε ταυτόχρονα και ασκητής και ιεροκήρυκας και προφήτης και μάρτυρας. Στο σύντομο διάστημα που φαίνεται να διήρκησε η δράση του κατόρθωσε να αναπτύξει όλες τις παραπάνω αρετές και τα χαρίσματα στον ύψιστο βαθμό.

Αναμφίβολα όλα τα παραπάνω καθιστούν τον Ιωάννη μια συγκλονιστική και αξιοθαύμαστη προσωπικότητα, παρ’ όλα αυτά ο χαρακτηρισμός του από τον Ιησού ως του μεγαλύτερου προφήτη που γεννήθηκε ποτέ (Λου 7:28) θα φάνταζε και πάλι υπερβολικός αν ο Πρόδρομος δεν διέθετε και κάποια άλλη αρετή που τον

καθιστούσε πραγματικά ασύγκριτο. Αυτή την αρετή του τονίζει ο απόστολος Παύλος μιλώντας προς τους Ιουδαίους στην Αντιόχεια της Πισιδίας:

Όταν πια ο Ιωάννης κόντευε να τελειώσει το έργο του, έλεγε: Ποιος νομίζετε πως είμαι; Δεν είμαι εγώ αυτός που περιμένετε• αυτός έρχεται ύστερα από μένα, κι εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να λύσω τα υποδήματα από τα πόδια του.

Το χωρίο αυτό προέρχεται από την περικοπή (Πρα 13:25-32) που, σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποτελεί το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της αποτομής της κεφαλής του Προδρόμου (29 Αυγούστου). Στη συγκεκριμένη περικοπή ο απόστολος Παύλος υπενθυμίζει στους ακροατές του τον ρόλο των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και τις εξαγγελίες τους που εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Βέβαια, ο απόστολος Παύλος απευθύνεται σε Ιουδαίου και είναι λογικό να κάνει αναφορές στην ιστορία τους. Το κατά πόσο όμως μπορεί να ενδιαφέρει έναν σύγχρονο χριστιανό το κήρυγμα των προφητών που έζησαν αιώνες πριν από τον Χριστό είναι ένα ερώτημα που τα τελευταία, ιδιαίτερα, χρόνια τίθεται με ιδιαίτερη ένταση, καθώς πληθαίνουν διάφορες φωνές που σε διάφορους τόνους αμφισβητούν την αξία των (ιουδαϊκών Γραφών( -του πρώτου δηλαδή μέρους της χριστιανικής Αγίας Γραφής, που ονομάζεται “Παλαιά Διαθήκη”- για την Εκκλησία. Αρκετοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι για τη χριστιανική πίστη είναι αρκετή η μελέτη της Καινής Διαθήκης, εφόσον σ’ αυτήν αποκαλύπτεται πραγματικά ο Θεός των Χριστιανών, ενώ δεν απουσιάζουν και εκείνοι που τολμούν να αποκαλούν την Παλαιά Διαθήκη (μυθολογία των Εβραίων).

Αυτός ο χαρακτηρισμός προέκυψε προφανώς μετά την ανακάλυψη των ξεχασμένων για αιώνες πολιτισμών της αρχαίας Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, που αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ιθ μ.Χ. αιώνα. Η διεύρυνση του ιστορικού ορίζοντα που προέκυψε από την ανακάλυψη αυτήν επέδρασε αναπόφευκτα και στον τρόπο θεώρησης και προσέγγισης της Βίβλου. Ο τεράστιος αριθμός κειμένων, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, κατέστησαν σήμερα τη Βίβλο από το (αρχαιότερο βιβλίο του κόσμου( ένα σχετικά νεότερο προϊόν της μακραίωνης πνευματικής ιστορίας της ανθρωπότητας, αφού η χρονική απόσταση του μεγαλύτερου μέρους του περιεχομένου της από τις απαρχές των αρχαίων πολιτισμών είναι σχεδόν ίση -περίπου 2500 χρόνια- με την απόστασή του από τη σύγχρονη εποχή. Έτσι, ο βιβλικός επιστήμονας έχει σήμερα τη δυνατότητα να δει τα κείμενα της Βίβλου μέσα σε ένα ευρύτατο ρεύμα παραδόσεων διαφορετικής προέλευσης και είδους, που του ανοίγουν νέους ορίζοντες ερμηνείας και του προσφέρουν νέες δυνατότητες πληρέστερης κατανόησής τους. Πέρα όμως από τα αδιαμφισβήτητα θετικά για την έρευνα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, τέθηκε ταυτόχρονα ένα κρίσιμο ερώτημα της σχέσης της Βίβλου με τις μυθολογίες των υπόλοιπων γειτονικών προς τον Ισραήλ λαών.

Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, πρέπει προηγουμένως να δώσει μια σαφή απάντηση στο σχετικό με το πως προέκυψαν τα βιβλία της Αγίας Γραφής ερώτημα. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί, όταν γίνεται λόγος για τη Βίβλο, στη σκέψη πολλών ανθρώπων κυριαρχεί η ιδέα ενός βιβλίου που (έπεσε( από τον ουρανό. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι το να αντιμετωπίζεται από τους πιστούς ανθρώπους οποιαδήποτε κριτική θεώρηση της ιστορίας της συγκρότησης των βιβλίων της Αγίας Γραφής με καχυποψία και σκεπτικισμό. Όμως, αν η χριστιανική πίστη στηρίζεται στη βεβαιότητα ότι ο Θεός, προκειμένου να προσεγγίσει τους ανθρώπους, φτάνει μέχρι του σημείου να γίνει ο ίδιος άνθρωπος, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για το βιβλίο που μαρτυρεί αυτήν την αλήθεια. Η Αγία Γραφή, επομένως, δεν υπαγορεύτηκε στους ανθρώπους από τον Θεό, αλλά είναι προϊόν της συνεργασίας του Θεού με τους ανθρώπους, γράφτηκε, δηλαδή, από ανθρώπους στη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Οι ιεροί συγγραφείς, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, καθίστανται όργανα του Θεού και φορείς της θείας αποκάλυψης, την οποία αναλαμβάνουν να μεταδώσουν στους ανθρώπους, όχι όμως παθητικά και μηχανικά, αλλά διατηρώντας ακέραιη την προσωπικότητά τους. Προσπαθούν να κάνουν προσιτές στους συνανθρώπους τους τις θείες αλήθειες, επιλέγοντας, ο καθένας ανάλογα με το μορφωτικό του επίπεδο και τις πνευματικές του δυνατότητες, τα εκφραστικά μέσα και τα φιλολογικά είδη (αφήγηση, ποίημα, κλπ) που, κατά τη γνώμη τους, προσφέρονται καλύτερα για την ευόδωση της ιερής τους αποστολής. Σε αυτές τις αιώνιες αλήθειες αφορά η θεοπνευστία και όχι, βέβαια, στα μέσα με τα οποία αυτές εκφράζονται η στις αντιλήψεις της εποχής για τη δομή του σύμπαντος, τους κοινωνικούς θεσμούς, κλπ. Στα βιβλικά κείμενα, κατά συνέπεια, αντικατοπτρίζονται οι ιδέες και οι αντιλήψεις της κάθε εποχής, καθώς και τα κάθε φορά ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα.
Απαραίτητη, επομένως, προϋπόθεση για τη σωστή κατανόηση των βιβλικών κειμένων είναι η γνώση όλων αυτών των αντιλήψεων και δεδομένων της εποχής κατά την οποία γράφονται. Αναζητώντας οι ιεροί συγγραφείς τρόπους για να κάνουν προσιτή στους αναγνώστες τους την αλήθεια, δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσουν διάφορες εικόνες η παραστάσεις που ήταν ευρύτατα διαδεδομένες στην περιοχή και επομένως γνωστές σε όλους. Έτσι, συμβαίνει συχνά η βιβλική γλώσσα να χρησιμοποιεί εικόνες που απαντούν και σε άλλα κείμενα της περιοχής, εφόσον οι βιβλικοί συγγραφείς αντλούν υλικό από τις αφηγήσεις του πνευματικού τους περιβάλλοντος, ιδιαίτερα όταν οι αφηγήσεις αυτές αναφέρονται σε θέματα, όπως η δημιουργία, η προέλευση του κακού, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, κλπ, που απασχολούν και τους ίδιους. Παρ’ όλα αυτά, κατά πραγματικά αξιοθαύμαστο τρόπο, οι εικόνες αυτές χρησιμοποιούνται πάντοτε ως γλωσσική επένδυση, προκειμένου να διακηρυχθεί αφηγηματικά η αλήθεια για τον ένα και μοναδικό Θεό, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο τέλειο, έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, επεμβαίνει σωτηριολογικά στην Ιστορία, κλπ. Μέσα από τις αφηγήσεις των ένδεκα πρώτων κεφαλαίων της Γενέσεως προβάλλει με τον πιο παραστατικό τρόπο η πτωτική πορεία του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από μια αλυσιδωτή διάσπαση των σχέσεων, ως συνέπεια της διάσπασης των σχέσεών του με τον Θεό. Κάθε φορά που ο άνθρωπος επιχειρεί να εξισωθεί με τον Θεό, είτε με την απόκτηση γνώσης (βρώση απαγορευμένου καρπού, Γένεσις γ 1εξ) είτε με τη βιολογική βελτίωση του είδους του (γάμος υπερφυσικών όντων με θνητές γυναίκες, Γένεσις ς 1εξ) είτε με την τεχνολογική πρόοδο (οικοδομή πανύψηλου πύργου, Γένεσις ια 1εξ) βιώνει και μια νέα διάσπαση των σχέσεών του με τον συνάνθρωπό του• καταστροφή των σχέσεων ανάμεσα στο ζευγάρι (Αδάμ - Εύα), ανάμεσα στα αδέλφια (Κάιν - Άβελ), ανάμεσα στον πατέρα και στον γιο (Νώε - Χαμ) και, τέλος, πλήρης διάσπαση της κοινωνίας (αδυναμία συνεννόησης). Το αν για την παράσταση της πτωτικής αυτής πορείας χρησιμοποιούνται εικόνες που εκφράζουν τις αντιλήψεις μιας άλλης εποχής καθόλου δεν μειώνει την αιώνια και πάντοτε επίκαιρη αλήθεια ότι η διάσπαση των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό οδηγεί στη διάσπαση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους. Και, φυσικά, σε καμιά περίπτωση η χρήση τέτοιων εικόνων δεν δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της Παλαιάς Διαθήκης ως “μυθολογίας των Εβραίων”.

Τόσο στο παραπάνω παράδειγμα όσο και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, όπου διαπιστώνεται επίδραση των βιβλικών συγγραφέων από το πνευματικό τους περιβάλλον, η χρήση εικόνων ποτέ δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αυτές εντάσσονται μέσα στην αφήγηση για την εξυπηρέτηση των σκοπών της. Ο τρόπος με τον οποίο ταξινομούνται οι αφηγήσεις μέσα στην Αγία Γραφή μαρτυρεί τη σαφή πρόθεση των συντακτών της να αφηγηθούν όχι μύθους αλλά ιστορία, και μάλιστα μια ιστορία παγκόσμια που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τα έσχατα. Αρχίζοντας η Βίβλος την εξιστόρησή της με το (εν αρχή(, δηλώνει ταυτόχρονα ότι σ’ αυτήν την αρχή αντιστοιχεί και ένα τέλος. Ο,τι μεσολαβεί αποτελεί την Ιστορία, όπως την αντιλαμβάνονται οι βιβλικοί συγγραφείς, τη διαλεκτική, δηλαδή, των πρωτοβουλιών του Θεού και των απαντήσεων του ανθρώπου. Μια ιστορία, δηλαδή, που δεν αποσκοπεί στην καταγραφή των γεγονότων της ανθρώπινης κοινωνίας του παρελθόντος, αλλά στην περιγραφή των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο. Και αν η αφήγηση της ιστορίας αυτής γίνεται με εικόνες η περιορίζεται σε μια επιμέρους ιστορία, δεν χάνει ποτέ την αναφορά της στην ιστορία του συνόλου, στην ιστορία της ανθρωπότητας και του κόσμου. Στην ιδιαίτερη ιστορία του Θεού με τον λαό του υπόκειται πάντοτε η παγκόσμια προοπτική. Στην αρχή της πατριαρχικής ιστορίας η προοπτική αυτή καθίσταται εμφανής με την υπόσχεση «και ενευλογηθήσονται εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης» (Γεν 12:3) που δίνεται από τον Θεό στον Αβραάμ. Στην ιστορία των προφητών τα όσα συμβαίνουν στον Ισραήλ τίθενται στο υπόβαθρο της ιστορίας των λαών και της παγκόσμιας ιστορίας. Στο τέλος της προφητείας βρίσκεται ο (δούλος του Κυρίου(, ο οποίος αποστέλλεται «εις φως εθνών, εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γης» (Ησα 49:6) και αργότερα, στις εσχατολογικές προφητείες, η σωτηρία ανοίγεται σε όλους τους λαούς. Και τέλος, ο Ιησούς πεθαίνει στο σταυρό, επειδή «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον» (Ιωα 3:16). Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η ιστορία του Θεού με τον λαό του έχει από την αρχή μέχρι το τέλος την ανθρωπότητα ως στόχο. Όταν χάνεται αυτός ο στόχος -και αυτό συμβαίνει κάθε φορά που απομονώνεται ένα βιβλικό γεγονός από τη συνάφεια της ιστορίας της θείας οικονομίας και αντικειμενοποιείται- ακόμη και οι πιο συναρπαστικές αφηγήσεις, ακόμη και οι πιο υψηλές ηθικές η θεολογικές διδασκαλίες παύουν να είναι Αγία Γραφή και καταντούν ευσεβείς ιστορίες.

Εφόσον, λοιπόν, για τους Χριστιανούς η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι η μυθολογία των Εβραίων, αλλά αποκάλυψη του Θεού προς τους ανθρώπους και καταγραφή της ιστορίας των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, τα βιβλία της δεν αποτελούν απλώς τη λογοτεχνία ενός μόνο λαού αλλά πνευματική κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας, την οποία καλεί ο Ιησούς Χριστός να γίνει λαός του Θεού. Έτσι, η απάντηση στο σχετικό με τη σημασία της Παλαιάς Διαθήκης για τη χριστιανική πίστη ερώτημα προκύπτει από την πίστη της ίδιας της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αν θα ήθελε να συνοψίσει κανείς σε μία μόνο φράση ολόκληρη την περί του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος θεολογία της Εκκλησίας, δεν θα εύρισκε ίσως πιο κατάλληλη από εκείνη με την οποία αυτό συχνά περιγράφεται στο τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής ως «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Απο 1:4,8. πρβλ 4:8). Στη φράση αυτή συνοψίζονται οι δύο βασικές αρχές που διαφοροποιούν τη χριστιανική πίστη από όλες τις θρησκείες• ότι δηλαδή η χριστιανική πίστη δεν είναι καρπός των θεωρητικών αναζητήσεων κάποιου διανοουμένου η το κατασκεύασμα κάποιου ιερατείου, αλλά αποτέλεσμα της αποκάλυψης του Θεού μέσα στην Ιστορία και ότι η Αγία Γραφή αποτελεί την καταγραφή της εμπειρίας της αποκάλυψης αυτής από την κοινότητα εκείνη που τη βίωσε και τη διατήρησε ζωντανή στην παράδοσή της.

Για να γίνει κατανοητή η σημασία της παραπάνω φράσης θα πρέπει να ανατρέξει κανείς σε μια περίοδο που απέχει περισσότερο από τρεις χιλιάδες χρόνια από την εποχή μας, τότε που ένας αυτοεξόριστος στην έρημο του Σινά αυλικός του φαραώ έρχεται αντιμέτωπος με ένα παράξενο θέαμα. Μέσα από μια βάτο που φλεγόταν χωρίς να καίγεται ο Θεός καλεί τον Μωυσή να ελευθερώσει το λαό του που καταδυναστεύεται από τους Αιγυπτίους. Στον διάλογο που ακολουθεί ο Μωυσής διατυπώνει επιφυλάξεις για την ικανότητά του να ανταποκριθεί στη δύσκολη αποστολή που του ανατίθεται. Δεν αρκείται όμως στις διαβεβαιώσεις του Θεού ότι θα του συμπαρασταθεί, αλλά ζητά από αυτόν κάτι πολύ πιο σημαντικό. Ζητά να μάθει το όνομα του Θεού που τον καλεί. Ο έμμεσος τρόπος με τον οποίο θέτει το σχετικό ερώτημα και η μεγάλη επιφύλαξή του (Εξο 3:13) φανερώνουν τη σπουδαιότητα του αιτήματός του. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, το όνομα δεν αποτελεί ένα εξωτερικό μόνο χαρακτηριστικό, που διακρίνει απλώς το ένα πρόσωπο από το άλλο, αλλά σχετίζεται με τη φύση, τον ρόλο και τον χαρακτήρα αυτού που το φέρει. Ζητώντας, λοιπόν, ο Μωυσής να γνωρίσει το όνομα του Θεού, δεν ζητά απλώς μια οποιαδήποτε πληροφορία, αλλά ζητά να γνωρίσει τον ίδιο τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν η απάντηση του Θεού είναι ανάλογη. Ο Θεός δεν απαντά ευθέως, δηλώνοντας κάποιο όνομα, αλλά περιγράφοντας ένα χαρακτηριστικό του: «Είμαι αυτός που υπάρχει» (Εξο 3:14). Το κύριο δηλαδή χαρακτηριστικό του Θεού που αποκαλύπτεται στον Μωυσή είναι η ύπαρξη, σε αντίθεση με όλους τους άλλους θεούς που λατρεύουν οι άνθρωποι, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν.

Η αποκάλυψη του Θεού στο Σινά αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές, όχι μόνον της ιερής ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς το γεγονός εκείνο και η διαθήκη που ακολούθησε έμελλε να γίνουν η αφετηρία μιας κοσμοϊστορικής αλλαγής στην πνευματική πορεία της ανθρωπότητας.

Βασικό χαρακτηριστικό της βιβλικής θεολογικής σκέψης συνιστά η αντίληψη ότι ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους με τον λόγο του. Έτσι, διαμορφώνεται μια εντελώς ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, καθώς ο Θεός μιλάει και ο άνθρωπος ακούει. Όσο αυτονόητη και να φαίνεται η σχέση αυτή για τη σύγχρονη θεολογική σκέψη, αποτελεί πραγματική επανάσταση για τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης. Η γειτονική προς τον Ισραήλ αιγυπτιακή θρησκεία, για παράδειγμα, δεν στηρίζεται σε κάποια αποκάλυψη της θεότητας. Οι θεοί των Αιγυπτίων δεν εμφανίζονται με τον λόγο τους, που ο άνθρωπος ακούει, αλλά με τις εικόνες τους, που ο άνθρωπος βλέπει και τους τελετουργικούς τύπους, που ο άνθρωπος τελεί. Σε όλες τις αρχαίες θρησκείες η παρουσία της θεότητας δηλώνεται με σύμβολα και τελετουργικές πράξεις. Αυτό έχει ως συνέπεια το να μη συνδέεται άμεσα η λατρευτική με την ηθική ζωή, καθώς απουσιάζει από τις θρησκείες αυτές το «Εγώ είμαι» με το οποίο ο βιβλικός Θεός απευθύνεται στους ανθρώπους.

Παρ’ όλο, λοιπόν, που όλες οι θεότητες του ειδωλολατρικού κόσμου φέρουν κάποιο όνομα, το οποίο τις χαρακτηρίζει και τις διακρίνει από τις υπόλοιπες που λαμβάνουν μέρος στον μύθο, στον Ισραήλ το όνομα του Θεού παίζει έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο, καθώς σχετίζεται άμεσα όχι με μύθους, αλλά με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Απευθυνόμενος, δηλαδή, ο Θεός στους ανθρώπους με το «Εγώ είμαι», δεν συστήνεται σαν κάποιος άγνωστος σ’ αυτούς, αλλά δηλώνει ότι είναι αυτός που οι άνθρωποι γνώρισαν μέσα από την ιστορία τους (Γεν 15:7• Εξο 6:2εξ). Ποιος είναι και τι είναι ο Θεός το γνωρίζει ο Ισραήλ όχι μέσα από μυθολογικές αφηγήσεις η φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά από την εμπειρία των θείων ενεργειών μέσα στην Ιστορία του. Απευθυνόμενος, λοιπόν, ο Θεός στους ανθρώπους δηλώνοντας το όνομά του, δεν εμφανίζεται σαν τυραννικός δυνάστης, η ακρόαση του ονόματος του οποίου προκαλεί τρόμο στους υπηκόους του και υπαγορεύει υποταγή, αλλά ως στοργικός πατέρας, ο οποίος ζητά από τους ανθρώπους μια ανάλογη με τη δική του συμπεριφορά. Αυτό το νόημα έχει η επανάληψη, ύστερα από κάθε εντολή της, στερεότυπης φράσης «Εγώ είμαι ο Κύριος (= αυτός που υπάρχει)» (Λευ 18:4,5,6• 19:10,14,16,18• κ.α.). Η σύνδεση αυτή του ονόματος του Θεού, της υπενθύμισης δηλαδή των θείων ενεργειών, με τις εντολές του Θεού προς τους ανθρώπους δεν έχει κάποιο ανάλογο στο εθνολογικό περιβάλλον του Ισραήλ. Προηγούνται πάντοτε οι ενέργειες του Θεού μέσα στην ιστορία και ακολουθούν οι απαιτήσεις του από τους ανθρώπους (Εξο 19:4-6). Έτσι, η ανθρώπινη Ιστορία αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα, καθώς σκοπός της πλέον δεν είναι άλλος από τη γνώση του «Εγώ είμαι ο Κύριος» (Εξο 6:7), την ανταπόκριση δηλαδή των ανθρώπων στις πρωτοβουλίες του Θεού για τη σωτηρία τους.

Αναλύοντας η Αποκάλυψις το όνομα του Θεού ως «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» διακηρύσσει με τον πιο παραστατικό τρόπο όχι μόνον το ότι ο Θεός αποκαλύπτεται συνεχώς μέσα στην Ιστορία, αλλά και το ότι η ύπαρξή του παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Με τον τρόπο αυτόν υπογραμμίζεται εντονότατα η ενότητα των δύο Διαθηκών (Παλαιάς και Καινής) που συγκροτούν τη χριστιανική Βίβλο, καθώς, όπως παραστατικά δηλώνεται στην εικονογραφία της ορθόδοξης Εκκλησίας με την επιγραφή “Ο ΩΝ” στο φωτοστέφανο του Χριστού, είναι ο ίδιος Θεός αυτός που ενεργεί πάντοτε σε όλες τις φάσεις της ανθρώπινης Ιστορίας.

Η ενότητα αυτή των δύο Διαθηκών δηλώνεται σαφέστατα και από τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία ενσωματώνει τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στην ιερή Βίβλο της, κατατάσσοντάς τα σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη ομάδα, υπό τον τίτλο Ιστορικά Βιβλία, κατατάσσονται κατά χρονολογική σειρά των γεγονότων που περιγράφουν όλα τα αφηγηματικού χαρακτήρα βιβλικά έργα, ώστε να προκύψει μια ενιαία αφήγηση που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Στόχος της αφήγησης αυτής είναι να καταδείξει το πως με ευθύνη του ανθρώπου εισήλθε το κακό στον κόσμο με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η επέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, προκειμένου να προετοιμαστεί η ανθρωπότητα για να αποδεχτεί τη σωτηρία της που θα φέρει ο Ιησούς Χριστός. Έτσι, όλη η μακραίωνη προχριστιανική ιστορία που καταγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη αποκτά νόημα από μία και μόνη μέρα, τη μέρα την οποία «ηγαλλιάσατο ίνα ίδη» ο Αβραάμ (Ιωα 8:56), τη μέρα, δηλαδή, της παρουσίας του Ιησού Χριστού. Στη δεύτερη ομάδα κατατάσσονται τα βιβλία με ποιητικό και διδακτικό χαρακτήρα. Με τα Ποιητικά Βιβλία υμνεί ο λαός τον Θεό του, απευθύνει προς αυτόν τις εκκλήσεις του, τα παράπονά του, αλλά και τις ευχαριστίες του για τις ευεργεσίες που δέχεται και προπάντων εκφράζει τις ελπίδες του για τον ερχομό του Χριστού, ενώ στα Διδακτικά Βιβλία αποθησαυρίζεται η θεία σοφία, η οποία ως “πάρεδρος” του θρόνου του Θεού (Σοφία Σολομώντος θ 4), ως προϋπάρχουσα του χρόνου και της δημιουργίας (Παροιμίαι η 22-31) και ως «έκφραση της δύναμης του Θεού, σαφής απόρροια της δόξας του Παντοκράτορα, … απαύγασμα του αιωνίου φωτός, καθαρός καθρέφτης της ενέργειας του Θεού και εικόνα της καλοσύνης του» (Σοφία Σολομώντος ζ 25-26) (2), θα ταυτιστεί από τη χριστιανική Εκκλησία με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (Α Κο 1:24). Την Παλαιά Διαθήκη, τέλος, κλείνει η ομάδα Προφητικά Βιβλία. Το περιεχόμενο των έργων αυτών κατανοείται από την Εκκλησία κυρίως ως προεξαγγελτικό της παρουσίας του Χριστού και τα διάφορα βιβλία κατατάσσονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η εικόνα του αναμενόμενου Λυτρωτή να καθίσταται βαθμιαία σαφέστερη. Έτσι, η Παλαιά Διαθήκη τελειώνει με το βιβλίο του Δανιήλ, στο οποίο εξαγγέλλεται η ανάσταση των νεκρών (Δανιήλ ιβ 1-3) και περιγράφεται μέσα από ένα μεγαλειώδες όραμα η μορφή του «μετά των νεφελών του ουρανού» ερχόμενου “Υιού του Ανθρώπου” στον οποίο «δόθηκε η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία, ώστε να τον υπηρετούν όλοι οι λαοί, κάθε φυλής και γλώσσας• η εξουσία του θα είναι εξουσία αιώνια που δεν θα έχει τέλος και το βασίλειό του ποτέ δεν θα καταστραφεί». (Δανιήλ ζ 13-14) (3). Τον ίδιο ακριβώς τίτλο, “Υιός του Ανθρώπου”, θα χρησιμοποιήσει στο αμέσως επόμενο βιβλίο της χριστιανικής Βίβλου, στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο Ιησούς, κάθε φορά που μιλάει για τον εαυτό του (Ματ 8:20• 9:6• 10:23• 11:19• 12:8,32,40• κ.α.). Ερμηνεύοντας, λοιπόν, η Εκκλησία χριστολογικά τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, δίνει σε αυτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα από εκείνο που τα ίδια κείμενα έχουν για τη Συναγωγή. Με αυτό το νέο νόημα ενσωματώνει η Εκκλησία τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στη δική της Αγία Γραφή και τα θεωρεί πλέον τμήμα της δικής της παράδοσης, νομιμοποιώντας έτσι ταυτόχρονα το δικαίωμά της να είναι αυτή, ως “νέος Ισραήλ”, η κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού και όχι η Συναγωγή.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το σύνολο των βιβλίων του κανόνα συνιστά τη χριστιανική Βίβλο και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Η απόρριψη ορισμένων από τα βιβλία αυτά σημαίνει σαφή διάκριση ανάμεσα στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης και σε εκείνον που αποκαλύπτεται μέσω του Ιησού Χριστού στην Καινή Διαθήκη. Μια τέτοια διάκριση όμως δεν κλονίζει απλώς τη βασική αρχή που διαφοροποιεί τη χριστιανική πίστη από όλες τις θρησκείες, το ότι δηλαδή ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά οδηγεί και σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Ιησού Χριστού και καθιστά άνευ αντικειμένου τη σωτηρία που επαγγέλλεται. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, αν επιχειρήσει να αφαιρέσει από την Καινή Διαθήκη τα χωρία εκείνα που αναφέρονται στην Παλαιά (στις περισσότερες εκδόσεις της Κ.Δ. τα συγκεκριμένα χωρία επισημαίνονται με διαφορετικά γράμματα). Θα διαπιστώσει τότε ότι δεν απομένει από το πρόσωπο του Χριστού παρά μόνον η εικόνα ενός περιπλανώμενου θαυματοποιού η, στην καλύτερη περίπτωση, ενός δασκάλου φιλοσοφικών αληθειών, ο οποίος κατορθώνει πάντοτε να ανατρέπει με ετοιμότητα τα επίσης φιλοσοφικά επιχειρήματα των συνομιλητών του. Αλλά μια τέτοια εικόνα του Ιησού είναι ξένη προς την πίστη της Εκκλησίας γι’ αυτόν.

Η αλήθεια αυτή πιστοποιείται και από τον ίδιο τον Ιησού, ο οποίος αρχίζει και τελειώνει τη δημόσια δράση του με την ανάλυση περικοπών από τις Γραφές. Σύμφωνα με τη (διήγησιν( του ευαγγελιστή Λουκά, όταν ο Ιησούς εμφανίστηκε για πρώτη φορά δημόσια στη συναγωγή του χωριού του, της Ναζαρέτ, του ζητήθηκε να διαβάσει κάτι από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα. Αυτός αναζήτησε και διάβασε την εξής περικοπή: «Το Πνεύμα του Κυρίου με κατέχει, γιατί ο Κύριος με έχρισε και μ’ έστειλε ν’ αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους συντριμμένους ψυχικά. Στους αιχμαλώτους να κηρύξω απελευθέρωση και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους, να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στο λαό του». Όταν τελείωσε την ανάγνωση, άρχισε το κήρυγμά του με τη δήλωση: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε» (Λου 4:16-21). Ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει ότι όταν αργότερα κάποιος ρώτησε τον Ιησού για το πως θα κερδίσει την αιώνια ζωή, εκείνος παρέπεμψε τον συνομιλητή του σε δύο χωρία από τα βιβλία Δευτερονόμιον (6:5) και Λευιτικόν (19:18) αντίστοιχα: «Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου∙ και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Λου 10:25-27). Και στο τέλος του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου περιγράφεται μια συνάντηση του αναστημένου Ιησού με δύο μαθητές του κατά την οποία αυτός «αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν στις Γραφές για τον εαυτό του» (Λου 24:13-27). Ο Χριστός, δηλαδή, συνομιλώντας με τους μαθητές του, δεν τους υπενθυμίζει τη μεταξύ τους σχέση, αλλά τους προτρέπει να τον αναζητήσουν μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Έτσι, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ο χριστιανισμός προέκυψε από την επανερμηνεία ενός βιβλίου που συνιστούσε την ιερή Βίβλο μιας άλλης θρησκείας. Σε αυτήν τη Βίβλο στηρίχτηκαν οι απόστολοι για να διακηρύξουν στα πέρατα της τότε γνωστής οικουμένης το ευαγγέλιο του Χριστού. Σε αυτά τα κείμενα αναφέρονται οι απόστολοι όταν μιλούν για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού «κατά τας Γραφάς». Είναι, λοιπόν, ιστορικά βεβαιωμένο ότι για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε χριστιανική Εκκλησία χωρίς Καινή Διαθήκη, ουδέποτε όμως υπήρξε Εκκλησία χωρίς Παλαιά Διαθήκη.

Αν, λοιπόν, είναι αλήθεια το ότι η χριστιανική πίστη δεν αποτελεί το προϊόν φιλοσοφικών αναζητήσεων σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, αλλά στηρίζεται στην αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, η ενότητα των δύο Διαθηκών είναι αδιαμφισβήτητη. Έτσι, οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες δεν κάνουν ποτέ, ούτε στα δογματικά συγγράμματά τους, ποιοτική διάκριση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης αλλά μόνο χρονική, δηλαδή τεχνική. Το ίδιο και οι αποφάσεις των Συνόδων, τοπικών και οικουμενικών, στηρίζονται αδιακρίτως τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Εκεί όμως, όπου η αδιάσπαστη σύνδεση των δύο Διαθηκών καθίσταται με τον παραστατικότερο τρόπο εμφανής είναι η λατρεία της ορθόδοξης Εκκλησίας. Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς έναν ύμνο που, αν δεν κάνει άμεση αναφορά σε κάποιο πρόσωπο η γεγονός της Παλαιάς Διαθήκης, να μην είναι επηρεασμένος από τη θεματολογία και τη φρασεολογία της, ενώ σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες διαβάζονται μικρότερα η μεγαλύτερα παλαιοδιαθηκικά αποσπάσματα. Αυτός, τέλος, είναι και ο λόγος, ο τονισμός, δηλαδή, της άρρηκτης ενότητας μεταξύ των δύο Διαθηκών, που όλων των αφηγήσεων για τον Ιησού Χριστό και στα τέσσερα Ευαγγέλια προτάσσεται η ιστορία του Ιωάννη του Βαπτιστή. Χωρίς τον Ιωάννη, ο οποίος θα καταστεί πρόδρομος του Χριστού συνοψίζοντας με το κήρυγμα και τη γενικότερη δράση του όλους τους δικούς του προδρόμους, τους προφήτες, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό το σχέδιο του Θεού για τον κόσμο, ούτε, επομένως και ο ρόλος του Χριστού μέσα στην Ιστορία.
 
Επιστρέφοντας στο ερώτημα που τέθηκε στην αρχή, σχετικά με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μια απάντηση θα μπορούσε να δοθεί από ένα επεισόδιο που περιγράφεται στο Πρα 19:1-8, από το οποίο προκύπτει ότι ο Ιωάννης δεν ήταν μόνο μεγάλος ασκητής η μεγάλος προφήτης, αλλά είχε αποκτήσει και πολλούς οπαδούς. Και, μάλιστα, η φήμη του δεν περιοριζόταν στα στενά όρια της περιοχής της δράσης του η της Παλαιστίνης, αλλά έφτανε μέχρι την Μικρά Ασία και την Έφεσο, όπου υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι βαπτίζονταν κατά τον τρόπο που δίδαξε αυτός. Αυτό σημαίνει ότι για πολλούς ανθρώπους ο Ιωάννης θεωρείτο Μεσσίας, και μάλιστα μεγαλύτερος από τον Ιησού, αφού ο ίδιος ο Ιησούς πήγε και βαπτίστηκε από αυτόν. Ο Ιωάννης, δηλαδή, είχε μια καταπληκτική ευκαιρία να αναγνωριστεί ως αρχηγός μιας καινούργιας θρησκείας και να απολαύσει θεϊκές τιμές σε ολόκληρη τη ζωή του. Όμως κάτι τέτοιο δεν πέρασε ούτε για μια στιγμή από το μυαλό του Ιωάννη. Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν ήταν ένας άνθρωπος που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τα χαρίσματά του για πετύχει στην προσωπική του ζωή. Αν έκανε κάτι τέτοιο, θα είχε προφανώς επιτυχία και, μάλιστα, κανείς δεν θα τον κατηγορούσε γι’ αυτό• το ίδιο κάνουν άλλωστε όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και οι καλοί χριστιανοί. Όμως ο Ιωάννης είχε απόλυτη συναίσθηση του μεγέθους της αποστολής του. Δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος του λαού του, ανήκε στην ανθρωπότητα. Έτσι, θυσίασε την όποια προσωπική του επιδίωξη η προοπτική επιτυχίας, προκειμένου να καταστεί όργανο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, προκειμένου να βάλει το τελευταίο λιθαράκι στο σχέδιο του Θεού για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ενσάρκωσε έτσι το ιδεώδες του πραγματικού μαθητή του Χριστού, προτού ο ίδιος ο Ιησούς το διατυπώσει: «όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του πρέπει να τη χάσει και όποιος χάσει τη ζωή του για χάρη μου αυτός θα την κερδίσει» (Ματ 16:25).

Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει ο Βαπτιστής Ιωάννης στη σύγχρονη κοινωνία της απόλυτης ατομοκρατίας• ότι ακόμη και ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τη ροή της Ιστορίας, αρκεί να υποτάξει τις ατομικές του επιδιώξεις στο θέλημα του Θεού και να δεχτεί να γίνει συνεργάτης του.
Στην ορθόδοξη εικονογραφία,συχνά, ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής απεικονίζεται με φτερά αγγέλου.Αυτή η απεικόνιση οφείλεται σε ένα απόσπασμα από τον Προφήτη Ησαία το οποίο βρίσκουμε στην αρχή του κατά Μάρκον Ευαγγελίου:«Ιδού εγώ αποστελλώ τόν άγγελόν μου προ προσώπου σου,ως κατασκευάσει την οδό σου έμπροσθέν σου»-Στην εικόνα του Αγίου Ιωάννη''Άγγελος της ερήμου''απεικονίζεται με τα φτερά ανοιχτά και με ένδυμα από τρίχα καμήλας.

Η παλαιότερη απεικόνιση του με φτερά θεωρείται αυτή που βρίσκεται στον ναό του Αγίου Αχιλλείου της Σερβίας,η οποία χρονολογείται από το 1295.

Σε αρκετές εικόνες εμφανίζεται χωρίς φτερά,φορώντας το ίδιο ένδυμα από τρίχα καμήλας,σε έναν τόπο έρημο.

Υπάρχουν και δύο διαφορετικές εικόνες του που εμφανίζεται με ή χωρίς φτερά.Στην μία κρατάει στο χέρι του είτε ένα ταψί με το κεφάλι του(σε κάποιες άλλες βρίσκεται στα πόδια του),είτε ένα άγιο δισκάριο στο οποίο βρίσκεται ο Σωτήρας έτοιμος για την ευχαριστιακή θυσία.

Ο πρώτος εικονογραφικός τύπος τονίζει την θυσία του Ιωάννη,ο οποίος μαρτύρησε εξαιτίας του ελέγχου προς τον βασιλιά Ηρώδη,μα πάνω απ'όλα για την αγάπη του προς την αλήθεια που είναι ο Χριστός.Ο άλλος εικονογραφικός τύπος υπογραμμίζει την θυσία του Σωτήρος,του Αμνού ο οποίος εξαγόρασε την αμαρτία του κόσμου.
 

Ο Ιωάννης δίνει τον εαυτό του όλο στον Χριστό,ενώ ο Χριστός θυσιάζεται για την σωτηρία του κόσμου όλου.

Ο Άγιος και κατά την επίγεια ζωή του αλλά και μετά θάνατον κύρηξε τον Χριστό(ακόμη και στον Άδη).Όλη του την ζωή την αφιέρωσε σε Εκείνον.

Με την μεγάλη του ταπείνωση «σμίκρυνε» τον εαυτό του,όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν,για να γινει ο Πρόδρομος,εκείνος που θα ανόιγε τον δρόμο στον Σωτήρα Χριστό.
 

Δύο πιο σπάνιες εικόνες του Αγ.Ιωάννη είναι οι εξής:
 

10 Μία εικόνα στην οποία ο Άγιος Ιωάννης εμφανίζεται δίπλα στην Παναγία την Βρεφοκρατούσα.Βρίσκεται στην Μονή Παντοκράτορος και χρονολογείται από το 1363
2)Σε μία τοιχογραφία της Μονής Διονυσίου ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος εμφανίζεται δίπλα στον Άγιο Νήφωνα πατριαρχη Κωνσταντινουπόλεως,τον Άγιο Διονύσιο τον κτίτορα της μονής,τον Άγιο Νεάγκοε Μπασαράμπ ηγεμόνα της Βλαχίας και τον Αλέξιο Κομνηνό,οι οποίοι τον προσκυνούν


 
!-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου